- ἐφεδρίζω
- ἐφεδρ-ίζω,A sit or ride upon, in a game wherein the loser carried the winner on his back, Ἐφεδρίζοντες, title of play by Philemon.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφεδρίζω — ἐφεδρίζω (Α) [εφέδρα] 1. παίζω τον εφεδρισμό*, κάθομαι στη ράχη τού συμπαίκτη που νίκησα 2. (μτχ. ενεστ.) Ἐφεδρίζοντες τίτλος έργου τού Φιλήμονος … Dictionary of Greek
εφεδρισμός — ἐφεδρισμός ή ἐφεδριασμός, ὁ (Α) [εφεδρίζω] παιχνίδι κατά το οποίο αυτός που έχανε μετέφερε τον νικητή στην πλάτη του (πρβλ. τα νεώτ. παιχνίδια «καβάλα», «μηλαράκια») … Dictionary of Greek
εφεδριστήρ — ἐφεδριστήρ και ἐφεδρίτης, ὁ (Α) [εφεδρίζω] αυτός που παίζει το παιχνίδι εφεδρισμός … Dictionary of Greek
ՅՈՂԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0367 Chronological Sequence: Early classical, 6c չ. περιεργάζομαι, περιέρχομαι curiositate utor. curiose perquiro, circumeo. Յողն կալ. յողնիլ. թիկնայեց յանհոգս նստիլ. յուլանալ եւ հանգչել, առաւել ʼի խնդիր լինելով վնասակար… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)